-
1 κόκκαλο(ν)
τό1) кость; 2) косточка (в плодах); 3) рожок (для обуви); 4) πλ. трудности;αυτή η δουλειά έχει κόκκαλα — это дело очень трудное;
§ γερό κόκκαλο(ν) — крепыш, здоровяк;
αφήνω τα κόκκαλα μου сложить кости, умирать, погибать;μένω κόκκαλο(ν) — онеметь, остолбенеть;
έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο(ν) — больше терпеть нельзя;
έμεινε πετσί και κόκκαλο(ν) — от него остались кожа да кости;
ως (μέχρι) το κόκκαλο(ν) — до мозга костей
-
2 κόκκαλο(ν)
τό1) кость; 2) косточка (в плодах); 3) рожок (для обуви); 4) πλ. трудности;αυτή η δουλειά έχει κόκκαλα — это дело очень трудное;
§ γερό κόκκαλο(ν) — крепыш, здоровяк;
αφήνω τα κόκκαλα μου сложить кости, умирать, погибать;μένω κόκκαλο(ν) — онеметь, остолбенеть;
έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο(ν) — больше терпеть нельзя;
έμεινε πετσί και κόκκαλο(ν) — от него остались кожа да кости;
ως (μέχρι) το κόκκαλο(ν) — до мозга костей
См. также в других словарях:
κόκαλο — το 1. οστό: Πέταξε στα σκυλιά τα κόκαλα. 2. κάθε εργαλείο που είναι κατασκευασμένο από κόκαλο. 3. φρ., «Έμεινε πετσί και κόκαλο», αδυνάτισε πολύ. 4. φρ., «Eίναι γερό κόκαλο», έχει μεγάλη σωματική αντοχή. 5. παροιμ., «H γλώσσα κόκαλα δεν έχει και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)